- συσχετήριον
- συσχετήριονrepositoryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσχετήριον — τὸ, Α μέρος όπου κρατείται κανείς κλεισμένος, κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνέχω «κλείνω, περιορίζω, φυλακίζω» (πρβλ. σύσχεσις) + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] … Dictionary of Greek
συσχετηρίου — συσχετήριον repository neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)